ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ
Μόλις η
ιδέα του Κατακλυσμού
ξανακάθισε,
Ένας
λαγός σταμάτησε μέσα στα χόρτα και στις
καμπανούλες που κουνιόντουσαν
και είπε μια προσευχή
στο ουράνιο τόξο μέσα
απ’ της αράχνης τον
ιστό.
Ω! οι
πολύτιμοι λίθοι που
κρύβονται,- τα λουλούδια που
κιόλας κοιτάζουν.
Στο
μεγάλο βρώμικο δρόμο
οι πάγκοι με
το κρέας στήθηκαν
και τραβήξαμε τις
βάρκες προς τη
θάλασσα στημένη εκεί
ψηλά όπως στις
λιθογραφίες.
Το
αίμα κύλησε, στο σπίτι
του Κυανοπώγωνα, -στα σφαγεία, - μέσα
στα τσίρκα, όπου η
σφραγίδα του Θεού χλόμιασε
τα παράθυρα. Κύλησαν
το αίμα και το
γάλα.
Οι
κάστορες έκτισαν. Τα ποτήρια
του καφέ άχνιζαν
μέσα στα μικρά
καφενεία.
Μες
στο μεγάλο σπίτι
από γυαλί ακόμα
μουσκεμένο τα παιδιά
με τα πένθιμα
κοίταξαν τις υπέροχες
εικόνες.
Μια
πόρτα χτύπησε, -και πάνω
στην πλατεία του
μικρού χωριού, το παιδί
γύρισε τα χέρια
του, και αντιλήφθηκε τους
ανεμοδείκτες και τα
κοκόρια των καμπαναριών
από παντού κάτω
από την εκκωφαντική
βροχή.
Η
Κυρία *** τοποθέτησε
ένα πιάνο μέσα
στις Άλπεις. Η λειτουργία
και οι πρώτες
μεταλήψεις γιορτάστηκαν στις
εκατό χιλιάδες άγιες
τράπεζες της μητροπόλεως.
Tα καραβάνια
έφυγαν και το
ξενοδοχείο Splendide χτίστηκε μέσα
στο χάος των
πάγων και της
νύχτας του πόλου.
Από
τότε το φεγγάρι
άκουγε τα τσακάλια
να σκούζουν απ’ τις
ερήμους του θυμαριού,- και τα
ποιμενικά ποιήματα φορώντας
τσόκαρα να γκρινιάζουν
μέσα στο φρουτόκηπο. Μετά, μέσα στο
βιολετί δρυμό με
τα μπουμπούκια, ο Εύχαρις μου
είπε ότι ήταν
η άνοιξη.
Κουφοί, λιμνούλα,- Αφρέ κύλησε
πάνω στο γεφύρι
και πάνω από
τα δάση,- σεντόνια μαύρα
και όργανα,- αστραπές και
κεραυνέ,-ανεβείτε και κυλήστε,- Νερά και
θλίψεις ανεβείτε και
ζωντανέψτε τους Κατακλυσμούς.
Γιατί
από τότε που
έχουν εξαφανιστεί,- ω! οι πολύχρωμες
κρυμμένες πέτρες, και τα
λουλούδια ανοιχτά!- είναι μια
πλήξη και η
Βασίλισσα, η Μάγισσα που
ανάβει τα κάρβουνά
της μέσα στο
πήλινο τσουκάλι, ποτέ δε
θα θελήσει να
μας διηγηθεί αυτό
που εκείνη γνωρίζει
και που εμείς
το αγνοούμε.
......Arthur Rimbaud.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου