[ Κι εγώ;
Που κολλούσα το στήθος μου στο τζάμι
να το διαβάζουν μόνο οι αστραπές σου;
(Με γδέρνει τώρα ό,τι ακουμπάς)
Καλά που είχα φυλαγμένο
ένα κομμάτι ουρανού
Και δεν το ξόδεψα
η φιλάργυρη!
Ανατιμάται το γαλάζιο
όταν λείπει. ]
Που κολλούσα το στήθος μου στο τζάμι
να το διαβάζουν μόνο οι αστραπές σου;
(Με γδέρνει τώρα ό,τι ακουμπάς)
Καλά που είχα φυλαγμένο
ένα κομμάτι ουρανού
Και δεν το ξόδεψα
η φιλάργυρη!
Ανατιμάται το γαλάζιο
όταν λείπει. ]
Eιρήνη
Καραγιαννίδου
........................................................................
Σήριαλ killer
Mικρή μου πόρνη
είπε
δεν μοιάζεις
με καμία
Κι εγώ
τον πίστεψα
Τώρα σφαδάζει
ο χρόνος
στα χέρια του
Κι εκείνος
χαράσσει
ένα ακόμα
ποίημα
στο δέρμα μου
Άννα Αφεντουλίδου
....................................................................
ΝΟΗΜΑ
Ψάρια με τ' αγκίστρι
στο στόμα οἱ λέξεις
και η πετονιά κομμένη.
Βρες άλλο τρόπο
να ψαρεύεις·
με δίχτυ ίσως, καλά πλεγμένο.
Έτσι πιθανόν
γεμίσεις τό τελάρο του νοήματος.
Γιάννης Μ. Στρατούλης
Ψάρια με τ' αγκίστρι
στο στόμα οἱ λέξεις
και η πετονιά κομμένη.
Βρες άλλο τρόπο
να ψαρεύεις·
με δίχτυ ίσως, καλά πλεγμένο.
Έτσι πιθανόν
γεμίσεις τό τελάρο του νοήματος.
Γιάννης Μ. Στρατούλης
.........................................................................
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥΡΘΗΚΕ ΣΤΟ ΓΡΑΣΙΔΙ
Περπατούσα
στο γρασίδι του πάρκου
με
ζαλάδα και πυρετό. Ένας αέρας βγήκε
απ’
το φουντωτό πεύκο και μια εφημερίδα αναλήφθηκε
μεσ’
απ’ τα χέρια κάποιου γέρου
δίπλα
σ’ ένα τετράγωνο κοριτσάκι.
Ο
κόσμος στα ατσαλάκωτα κυριακάτικα ρούχα του
και
γριές στα καπέλα της νοσταλγικής Μπελ Επόκ.
Αλλά
πίσω μου έστεκε ο θάνατος.
Χωρίς
να κοιτάξω πίσω ξάπλωσα στο γρασίδι.
Πάνω
μου στάθηκε ο θάνατος.
Γύρισα
πλευρό κι έκλεισα τα μάτια.
Μέσα
μου στεκόταν ο θάνατος.
Λιποθύμησα
ή πέθανα περίπου ένα τέταρτο.
Οι
γύρω μου νόμισαν ότι εγώ είχα αίφνης
πέσει
ανάσκελα πάνω στο γρασίδι
ν’
απολαύσω τον ήλιο.
Λευτέρης
Πούλιος
............................................................................
ΜΕΡΕΣ
Τι έχουν κάποιες μέρες
και δεν περνούν
τι τις πονά
και είναι δακρυσμένες
τι θέλουν
και ζητιανεύουν στην πόρτα μας;
Αλέξανδρος Βαρναριώτης
...........................................................................
Το δέντρο που φρόντιζα ξάφνου
μαράθηκε
και τότε η φλόγα του τζακιού φώναξε τ' όνομά του
Ηλίας Κεφάλας
και τότε η φλόγα του τζακιού φώναξε τ' όνομά του
Ηλίας Κεφάλας
..........................................................................
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Τούτη η ψιλή βροχή
έφερε μαζί της
ένα κανίστρι γεμάτο λύπες,
ένα μελανιασμένο δείλι.
Τούτη η ψιλή βροχή
κλείδωσε κρυφά
τις φορτωμένες αναμνήσεις
στη θαμπή κάμαρα.
Ντέπη Νικολοπούλου
Τούτη η ψιλή βροχή
έφερε μαζί της
ένα κανίστρι γεμάτο λύπες,
ένα μελανιασμένο δείλι.
Τούτη η ψιλή βροχή
κλείδωσε κρυφά
τις φορτωμένες αναμνήσεις
στη θαμπή κάμαρα.
Ντέπη Νικολοπούλου
.......................................................................
ΕΡΩΤΙΚΟ
<< Φέγγει στο δειλινό το πρόσωπό σου
σαν σκαλισμένο στο γυαλί της βιτρίνας...>>
Δε μίλησες, μονάχα μου' σφιξες το χέρι.
Έπειτα ο κόσμος, φωνές και φώτα στο σταθμό,
ο χωρισμός, το φθινόπωρο στην πόλη,
ώρες μεγάλες και δύσκολες.
Κάτι γλιστρά από πάνω μου
και με λυτρώνει
καθώς αλλάζω το πουκάμισο φιδιού.
Δεν κράτησα φωτογραφίες
ίσως το πρόσωπό σου να ξεθώριαζε
-αλλάζουμε, περνούμε κάθε μέρα...
Και μόνο η γεύση της φυγής στο στόμα.
Πέτρος Ν. Κεφαλάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου